- συμφυτικός
- συμφῠτ-ικός, ή, όν,A causing to unite, c. gen., Olymp.in Mete.275.2;
φάρμακον Gal.10.347
.2 tending to close up, of a wound, Arist.Pr.863a15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάρμακον Gal.10.347
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… … Dictionary of Greek
συμφυτικά — συμφυτικός causing to unite neut nom/voc/acc pl συμφυτικά̱ , συμφυτικός causing to unite fem nom/voc/acc dual συμφυτικά̱ , συμφυτικός causing to unite fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυτικόν — συμφυτικός causing to unite masc acc sg συμφυτικός causing to unite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)